Ηνάλωσας τόν βίον σου εργαζόμενος μέν και επαξίως εξασκών και τό επάγγελμα του ασφαλιστού, κυρίως όμως ηνάλωσας τόν βίον σου εν τω ψάλλειν. Από της παιδικης σου ηλικίας εις τήν Βασιλίδα των Πόλεων μέχρι του πολιού σου και σεβασμίου γήρατος εν μέσαις Αθήναις ψάλλων, πανθομολογουμένως κατέθελγες άπαν τό εκκλησίασμα προβάλλων τήν απαράμιλλον δύναμιν της Εκκλησιαστικής Μουσικής ως τέττιξ και ως αηδών εύλαλος, εν τη ευστροφία της φωνής σου, εν τη εκφραστικότητι και τη μεγαλοπρεπεία του κατανυκτικού ύφους του χαροποιού πένθους της Εκκλησίας, εν ιεροπρεπή ηγεμονικότητι και εν ουρανίω ακούσματι. Προέβαλες άριστα και απαραμίλλως τήν πάντιμον χάριν της ψαλμωδίας λελαμπρυσμένην και πεποικιλμένην άξιος ων συνεχιστής των ευκλεών εκείνων διδασκάλων και πρωτοψαλτών της Βασιλευούσης.
Σου είμεθα ευγνώμονες οι πάντες, τά τέκνα σου, οι μαθηταί σου, οι οικείοι και φίλοι σου και ο λαός του Θεού, τόν οποίον συνήρπαζες εν τω ψάλλειν και κατένυσσες πρός μετάνοιαν φέρων. Αξίως ετρανούργησας τήν ιεράν και σεπτήν μουσικήν της καθ’ ημάς Ανατολής και παρέδωκας πλούσιον τόν αμητόν εν φωνοταινίαις και μουσικοίς χειρογράφοις τεχνουργήσας εν ουκ ολίγω κόπω και μόχθω, εν επιμονή και υπομονή. Και ήσουν όντως ακούραστος, δύναμαι να είπω χαλκέντερος. Έλαβες πλούσιον παρά του Κυρίου το χάρισμα, το σπάνιον φωνητικόν τάλαντον, και τό εκαλλιέργησες τα μέγιστα. Σε ευχαριστούμεν.Και έρχεται μέν τώρα ακάθεκτος νά κατισχύση η πολλότης των λόγων ημών, ημείς όμως συντέμνομεν αυτόν διά τό αιδέσιμον της ώρας ταύτης. Ταύτα μόνον τώρα άς είπωμεν.
Πεφιλημένε μεγάλε διδάσκαλε της Θεοπατροπαραδότου ψαλτικής τέχνης, ως ζώντά σε προσφωνώ, διότι μετέχεις ήδη της εν Χριστώ αθανασίας κατά το Δαυϊτικόν εκείνο «ζήσεται η ψυχή μου καί αινέσει σε», Κύριε.Εν τη περιωνύμω ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου έφθασεν εις ημάς το άκουσμα της εκδημίας σου παρέχον νυγμούς δακρύων και πολλήν την συστολήν και περισυλλογήν και υπέρ αιωνίου αναπαύσεως της ψυχής σου πυκνήν τήν δέησιν πρός τόν εν Τριάδι Θεόν, του οποίου τήν δόξαν επί συνεχή ]εξηκονταετίαν και πλέον έψαλλες τοσούτον περιτέχνως και κατανυκτικώς.
Επίτρεψέ μου,μεγάλε διδάσκαλε, 29 συναπτά έτη ηναλώσαμεν πλησίον σου - πώς αληθώς παρήλθον, ως η ημέρα η εχθές! - εκ των οποίων τά 24 ομού εν τη αόκνω ιεροψαλτία σου, πρωτοψαλτία σου. Σέ εγνωρίσαμεν ως άνθρωπον απλόν, ευθύν, καταδεκτικόν, ευπροσήγορον, σοβαρόν, αλλά και μέ τό χαμόγελον πάντοτε, ζηλωτήν της πατρώας Ορθοδόξου παραδόσεως και του παντίμου Πατριαρχικού ύφους του ψάλλειν, τό οποίον και ανήγαγες εις ύψος, εις οίον ύψος ανήγαγε τούτο και ο αείμνηστος Θρασύβουλος Στανίτσας, ο συντοπίτης και φίλος σου ο και αμιλλώμενος εν τη τέχνη, νυν δε και ομόσκηνος εν τοις επουρανίοις. Εξεχόντως δε υπήρξες άριστος οικογενειάρχης, άοκνος εργάτης. Εβραβεύθης πολλάκις και υπό πολλών κατ΄ιδίαν και δημοσίως ως διακεκριμένος καλλιφωνότατος εξέχων Πρωτοψάλτης μή επιζητών όμως την προβολήν, ίδιον του χαρακτήρος σου, διότι εγνώριζες ότι ήτο Θεού τό δώρον και έργον περισπούδαστον, έργον των Αγγέλων εκδοθέν τοις ανθρώποις.
Επεζήτεις την λεπτομέρειαν εν τω ψάλλειν διά τήν αρίστην απόδοσιν και έκφρασιν και διά τούτο συνιστούσες μόνον ολιγομελή χορόν πέριξ σου, δια να είναι οι συμψάλλοντες αρκούντως μεμυημένοι εις τά μυστικά της υψηλής τέχνης, της τέχνης τήν οποίαν μετέφερες από τό Πέραν της Κων/πόλεως. Και εν τη χορωδία προέβαλλεν αίφνης η περίτεχνος μονωδία, ο στόνος της Ανατολής. Έψαλλες μετά αυτοπεποιθήσεως, ευτόνως τε και ευρύθμως, εγχρόνως και πεποικιλμένως, λίαν εντέχνως, εναλλάσσων συχνά τήν χρονικήν αγωγήν των ασμάτων συμφώνως πρός την σοφήν διδασκαλίαν των προγενεστέρων σου ευφήμων διδασκάλων του κατ΄έννοιαν ψάλλειν τά υπέρ έννοιαν. Περί τούτων περί πολλού γε και δεί.
Ευσταλής και ευθυτενής και εν τω βαδίζειν και εν τω βήματι του ψαλτηρίου ως λαμπάς καιομένη εκφέρων επί δεκαετίας τήν αγγελόφωνον ψαλμωδίαν, τήν σωστικήν μολπήν της Ορθοδοξίας, αποπνέων τήν πολίτικην εκείνην μεγαλοπρέπειαν και αρχοντιάν, τήν αρχοντιά εις τούς τρόπους, τήν αρχοντιά εις τό ψάλλειν, τήν αρχοντιά εις τήν πολυαγαπημένην σου οικογένειαν, προσέτι δέ και εις τούς οικείους και φίλους σου. «Και ο εωρακώς μεμαρτύρηκε» και «αληθής εστίν η μαρτυρία αυτού».
Αλλ΄αύτη η υψικάρηνος δρυς δέν επεσεν, ουδέ εσίγησεν. Ηρπάγη και μετετέθη εις ουρανίους θαλάμους. Στήν Πόλη διαιωνίζεται η ψαλτική της Ρωμανίας χάριτι Θεού άχρι της σήμερον, διότι η Ρωμανία πάντοτε «ανθεί και φέρει κι΄άλλο». Εκεί συνηχείται και συνακούεται και η λιγυρά τονή του Δημητρίου Μαγούρη εις τόν ιερόν Ναόν Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά, εις τούς ι. Ν. Εισοδίων του Πέραν, εις τόν πάνσεπτον Πατριαρχικόν Ναόν, εις τούς ι. Ν. Αγίου Νικολάου και Σωτήρος Χριστού Γαλατά, εις τόν ι Ναόν Αγίας Τριάδος του Πέραν και αλλού, εις τόν Άγιον Τίτον Ηρακλείου Κρήτης εις τήν Παναγίτσαν Καισαριανής και εις τόν Αγιον Νικόλαον, Μητροπολιτικόν Ναόν Καισαριανής, εις τήν Αγίαν Αικατερίναν Πετραλώνων και όπου αλλού διηκόνησεν ή εκλήθη νά ψάλη.
Διαιωνίζεται λοιπόν η λεπτή τέχνη της περικαλλούς ψαλμωδίας σου και μόνον σήμερον εν τη εκδημία σου κατά τό ανθρώπινον συνθρηνούσα και η φύσις, επ΄ολίγον εσίγησαν του Βοσπόρου αι αύραι και εκάμφθησαν και ερρίγησαν και μαρμαρυγάς τινας εξέπεμψεν η θάλασσα του Μαρμαρά, διά να προσομοιάση πρός τας μαρμαρυγάς, τάς οποίας απέδιδε τό ευλύγιστον και πολύστροφον και τό καθαρόν της λαμπράς φωνής σου, εν τω ψάλλειν ιδίως τάς μελιρρύτους καταβασίας εις αργόν ειρμολογικόν μέλος, τά περίφημα εκείνα «αθάνατος» και τά «Τριάδι» και τό «δέξαι μου τάς πηγάς των δακρύων», και αναρίθμητα άλλα, αλλά και διά να προσομοιάση προς τας μαρμαρυγάς της καρδίας των ηγαπημένων σου τέκνων και οικείων και όλων ημών εν τω προσωρινώ τούτω αποχωρισμώ σου.
Επέβης ήδη ουρανοδρόμου τεθρίππου και έδραμες προς συνάντησιν της πεφιλημένης συζύγου σου Ελένης ( Ελλης ) της οποίας η από ετών εκδημία μετά πολυετή ασθένειαν σέ κατέβαλε μέν, αλλ΄έφερες αυτήν εν υπομονή και άνευ τινος γογγυσμού ως πιστός στρατιώτης Ιησού Χριστού.
Μετά δέ και τόν κλονισμόν και της ιδικής σου υγείας ανδρειοφρόνως υπέμεινες εν πίστει και ελπίδι εν μέσω της αδιαλείπτου αγάπης των τέκνων σου, της Σοφούλαςκαι της Ολυμπίαςμετά των τέκνων αυτών ως και των συζύγων πάντων, της αγάπης εκείνης, με τήν οποίαν υπερβαλλόντως σέ περιέβαλλον και σέ εφρόντισαν μέχρι τέλους μέ υποδειγματικήν φροντίδα, και εις τούς οποίους πάντας πλήρης ημερών μικράν φωνήν αφιείς παρέδωκες τήν ευχήν σου. Και συνεσκότασε τό φως.
Δημήτριος Μαγούρης 1913-2001. Εσφράγισες τόν 20ον αιώνα μέ τήν παρουσίαν σου και συνέδεσες τόν 21ον με την αιωνιότητα. Και τότε απήλθες.
Ας έχωμεν όλοι τήν ευχήν σου. Και ημείς προσευχόμεθα και θά προσευχώμεθα ευγνώμονες και διά τήν ιδικήν σου ψυχήν και κατ΄ιδίαν, εξεχόντως δέ εις τό ιερόν θυσιαστήριον, όπου συναντάται η στρατευομένη μετά της θριαμβευούσης Εκκλησίας. Και εκεί μαζί, εκεί όπου ενούνται τά επίγεια τοις ουρανίοις.
Τό όμμα της καρδίας μου εκτείνω πρός Σέ, Δέσποινα Θεοτόκε, και δέομαι. Την εύσημον ημέραν των Εισοδίων Σου εξελέξατο ο Κύριος και Θεός ημών, ίνα άρη αφ΄ημών τόν πεφιλημένον πατέρα, διδάσκαλον, οικείον και φίλον. Ιλέωσαι Αυτόν, Παναγία Δέσποινα, ίνα εισαγάγη τήν ψυχήν αυτού, όπου ήχος καθαρός εορταζόντων, όπου ασίγητοι δοξολογικαι φωναί, ανθ΄ών Σοί έψαλλε, Θεοτόκε, ήδιστα και περιτέχνως. Τοις χείλεσιν αυτου έψαλλε, Κύριε, τά ρήματα του στόματός Σου. «Τά σπλάγχνα των οικτιρμών σου μή κλείσης μοι, Δέσποτα».
Όθεν, ου συσσεισμώ θρήνων, αλλ΄εν αύρα λεπτή περιπατήσωμεν και προπέμψωμεν τό σκήνωμα αυτού, δεόμενοι υπέρ αιωνίας αναπαύσεως αυτού.
Χώρει εις τους αιώνας δεδικαιωμένος, πολυαγαπημένε μας δάσκαλε,
Αιωνία σου η μνήμη
23-11-2001