|
 |
 |
Από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337) και των διαδόχων του άρχισαν να κτίζονται στην Πόλη μεγαλοπρεπείς ναοί, εκ των οποίων πολύ λίγοι έχουν διατηρηθεί ως σήμερα με την αρχική τους μορφή. Αναφέρονται ονόματα βασιλικών τον 4ου και 5ου αιώνος όπως: Αγία Ειρήνη, Αγία Σοφία, Ευαγγελιστής Ιωάννης στο Έβδομον, Άγιοι Απόστολοι, Απόστολος Ανδρέας εν Κρίσει, καθολικόν της Χώρας, Άγιοι Πέτρος και Μάρκος, Θεοτόκος των Χαλκοπρατείων, Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος Στουδίου κ.ά.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των παλατοχριστιανικών αυτών βασιλικών μονάχα από το ναό της μονής των Στουδίου μπορούν να γίνουν αισθητά. Αίθριο με στεγασμένο περιστύλιο, νάρθηκας που αποτελεί ανοικτό προαύλιο, τρία κλίτη που χωρίζονται από κιονοστοιχίες με επίπεδο επιστύλιο (plate-bande), αψίδα ημικυκλική, η οποία εξωτερικώς έχει σχήμα κανονικού ημιεξαγώνου, υπερώα στα πλάγια κλίτη, στέγη ξυλοσκέπαστη και, ορθογώνιες πύλες.
|
|
Παράλληλα με τις βασιλικές εμφανίζονται και περίκεντρες οικοδομές: Αγία Ευφημία του Ιπποδρόμου, Πρόδρομος Ιωάννης στο Έβδομον, που αποτελεί ανακατασκευή προηγούμενου ναού του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Τα ελάχιστα ή και ανύπαρκτα υπολείμματα των πρώτων αυτών περίκεντρων ναών δεν μας επιτρέπουν να έχουμε χειροπιαστές και λεπτομερείς ενδείξεις για τα χαρακτηριστικά τους.
Την εποχή του Ιουστινιανού (527- 565) και γενικά κατά τον 6ον αιώνα κυριαρχεί ποικιλία τύπων και σχεδίων. Εξακολουθούν να οικοδομούνται βασιλικές όπως: Θεοτόκος των Βλαχερνών από τον Ιουστίνο Α' (518-527), Απόστολοι Πέτρος και Παύλος στη συνοικία Ορμίσδου, Θεοτόκος η Ζωοδόχος Πηγή. Η Αγία Ειρήνη μετασκευάζεται σε βασιλική με τρούλο (532) όπως και η Αγία Σοφία. Από τα περίκεντρα οικοδομήματα αναφέρονται το Θησαυροφυλάκιο και το 8-γωνικο Βαπτιστήριο της Αγίας Σοφίας, ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου που χρησίμευσε ως πρότυπο για την ανέγερση του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας και, επί Ιουστίνου Β' {565-578) το Χρυσοτρίκλινον του Ιερού Παλατιού. Τέλος ο ναός των Αγίων Αποστόλων διαμορφώνεται (536-546) σε σταυρικό με 5 τρούλους, που χρησιμεύει κι αυτός ως πρότυπο για το ναό του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Στο τέλος τού 6ον αιώνα ο Μαυρίκιος (582-602) χτίζει το ναό της Μαρίας Διακόνισσας.
Ο τρόπος προσαρμογής του τρούλου στο πολυγωνικό του τύμπανο και ακολούθως η στήριξή του στους κεντρικούς πεσσούς έδωσε γένεση σε δύο τύπους εκκλησιών. Ο πρώτος τύπος πηγάζει από την πολυγωνική διάταξη των πεσσών κυρίως στους 8-γωνικούς ναούς. Η κυκλική βάση τον τρούλου (και το τύμπανο του) προσαρμόζεται στους 8 πεσσούς με την παρεμβολή τεσσάρων δίεδρων γωνιών (ημιχώνια). Έτσι, ο τρόπος αυτός προσφέρει πολλά σημεία στηρίξεως σε μικρότερες αποστάσεις. Το σύστημα αυτό της ισορροπίας σε δίεδρες γωνίες (trompes d' angle) που έχει χρησιμοποιηθεί τόσο στο ναό του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας όσο και, με κάποιες παραλλαγές, στο ναό Σεργίου και Βάκχου, χαρακτηρίζει πολλές σ τ α υ ρ ο ε ι δ ε ί ς εκκλησίες τού 11ου αιώνος (Δαφνί) καθώς και πολλές μεταγενέστερες.
Στον δεύτερο τύπου που αποτελεί σχήμα κιβωρίου (ciborium), η κυκλική βάση του τρούλου είναι στημένη στις τέσσερις κορυφές τεσσάρων μεγάλων τόξων, τα οποία στηρίζονται σε τέσσερις πεσσούς ή σε τέσσερις κίονες, και στα τέσσερα αντεστραμμένα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) που σχηματίζονται ανάμεσα στις κορυφές των τόξων αυτών. Οι κορυφές των λοφίων (pendentifs) στηρίζονται επίσης στους πεσσούς και οι βάσεις τους ταυτίζονται με τα τέσσερα τεταρτημόρια της κυκλικής βάσης του τρούλου. Η διαρρύθμιση αυτή που είναι πιο κομψή και πιο ευρύχωρη, έχει χρησιμοποιηθεί τόσο στις παλαιές βασιλικές με τρούλο (Αγία Σοφία κ.α.), όσο και σε μεταγενέστερους ναούς.
Ο εικονομάχος Θεόφιλος (829-842) χτίζει στο Παλάτι το Τρίκογχον, που θα χρησιμεύσει ως αίθουσα υποδοχής, και που έχει γύρω από τον τρούλο τρία ημιθόλια όπως και ο Αγιος Ανδρέας εν Κρίσει.
|
|
Μετά την περίοδο της εικονομαχίας και την παρουσία της Μακεδονικής Δυναστείας στο προσκήνιο της βυζαντινής ιστορίας, εμφανίζεται ανανέωση της Τέχνης και οικοδομική δραστηριότητα ιδίως από τον Βασίλειο Α' (867-886) που μεγαλώνει το Ιερόν Παλάτιον και κτίζει το Καινούργιον. Κατά τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο μονάχα στην Πόλη οικοδομήθηκαν ή ανακαινίστηκαν 43 ναοί κι ανάμεσα σ' αυτούς η λαμπρή και φημισμένη Νέα Εκκλησία που θα χρησιμεύσει ως πρότυπο για άλλους ναούς, και σήμερα έχει τελείως εξαφανισθεί. H Νέα διατηρούσε ένα στοιχείο από τις παλαιές βασιλικές: το αίθριον, ωστόσο δεν είχε τα χαρακτηριστικά της βασιλικής. Το σχέδιο της παρίστανε σταυρό με ίσους βραχίονες εγγεγραμμένο μέσα σε τετράγωνο και στεφανωμένο με πέντε τρούλους. Όμως οι τρούλοι δεν ήταν τοποθετημένοι επάνω στους βραχίονες του σταυρού όπως στους Αγίους Αποστόλους του Ιουστινιανού και στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, παρά γύρω από τον κεντρικό τρούλο υψώνονταν οι τέσσερις δευτερεύοντες στις μασχάλες του. Το σχήμα του σταυρού δεν περιελάμβανε την οικοδομή στο σύνολο της, όπως στις δυο εκκλησίες που προαναφέρθηκαν, παρά διαγράφονταν στην κορυφή των πλευρών τού ναού από την προβολή των υπερυψωμένων θόλων που σχηματίζουν οι ημικύλινδροι των βραχιόνων. Έτσι, η οικοδομή καθιερώνει νέο τύπο εκκλησιών, ο οποίος θα αρχίσει να εμφανίζεται και να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά μετά τον 9ο αιώνα: τον τύπο του σταυρού με ίσους βραχίονες ε γ γ ε γ ρ α μ μ έ ν ο υ ς σε τετράγωνο.
Από τον 5ον αιώνα άρχισαν να χτίζονται ναοί με το περίγραμμα του σταυρού - μια κοίλη τεθλασμένη γραμμή με 12 κορυφές. Μέσα στο ναό λείπει o χώρος ανάμεσα στους τέσσερις βραχίονες ή συμπληρώνεται εξωτερικώς με πλάγιους νάρθηκες. Στους ναούς με σχήμα σταυρού ο χώρος τεμαχίζεται κατά κάποιον τρόπον και τα αρχιτεκτονικά μέλη δίνουν την εντύπωση πως είναι ανεξάρτητα. Τέτοιες οικοδομές είναι το μαυσωλείο της Gala Placidia στη Ραβέννα και ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας, που αναπαράγει το πλάνο των Αγίων Απόστολων του Ιουστινιανού και διατηρεί την παλαιά αυτή διάταξη ως τον llον αιώνα.
Ωστόσο ο ε γ γ ε γ ρ α μ έ ν ο ς σ τ α υ ρ ο ε ι δ ή ς ναός είναι τελείως διαφορετικός. Μέσα σε ενιαίο τετράγωνο οι τέσσερις άντυγες, όπως προαναφέρθηκε, προεκτείνονται ως τους εξωτερικούς τοίχους και ισορροπούν τις ωθήσεις του τρούλου, που υψώνεται στη διασταύρωση των βραχιόνων. Οι ημικυλινδρικοί θόλοι επάνω από τις άντυγες καλύπτονται συνήθως από τριγωνικές στέγες (pignons), οι οποίες προβάλλονται στις τέσσερις όψεις του ναού υπό μορφή τριγωνικών αετωμάτων. Από τον l2ον αιώνα τη θέση των αετωμάτων παίρνουν καμιά φορά ημικυκλικές μετώπες (Ακατάληπτος, Παντεπόπτης).
Από το τέλος του 9ου αιώνος χρονολογείται και η Αγία Θεοδοσία. Οι στοές που υποβαστάζουν τα υπερώα επάνω από τον νάρθηκα και τα πλάγια κλίτη θυμίζουν ακόμη την παλαιά βασιλική με τρούλο, ωστόσο ο σταυρός που αποτελείται από τις τέσσερις ίσες άντυγες (ημικυλίνδρους) είναι εμφανής στην οροφή του ναού. Επάνω από τις στέγες, στις τέσσερις μασχάλες του σταυρού, έχουν τοποθετηθεί τέσσερις χαμηλοί θόλοι που προκαλούν ένα γραφικό κυματισμό μαζί με τον κεντρικό τρούλο.
Η Αγία Θεοδοσία, όπως και άλλοι ναοί της ίδιας περιόδου, ακόμη και προγενέστεροι (Άγιος Ανδρέας εν Κρίσει, 7ος αιών), αποτελούν μεταβατικό σταθμό ανάμεσα στις βασιλικές με τρούλο και στους εγγεγραμμένους σταυροειδείς. Ήδη στην Αγία Ειρήνη του Ιουστινιανού (6ος αιών) οι τοξοστοιχίες δεν επαναλαμβάνονται, όπως στις παλαιές βασιλικές (Άγιος Ιωάννης Στουδίου), στην επάνω ζώνη των υπερώων, αλλά περιορίζονται στο ισόγειο, και το σχήμα τού σταυρού διαγράφεται φανερά πάνω από τα υπερώα.
Σε μιαν εκκλησία που έχει σήμερα εξαφανισθεί, η εξέλιξη, με την οποία προέκυψε ο σταυροειδής από μια βασιλική με τρούλο, φαίνεται πως είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Οπως προαναφέρθηκε, για να γίνει αυτή η μετατροπή αρκεί, τα προς Β και Ν τόξα που στηρίζουν τον τρούλο, να καταλήξουν σε άντυγες (berecaux) που θα προεκταθούν ως τους εξωτερικούς τοίχους. Πράγματι, στο ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι, ο Ιουστίνος Β ' (565- 578) προσέθεσε δύο αψίδες προς Β και Ν «ως είναι τούτοv σταυροειδή» (Ζωναράς).
|
|
Μια από τις παραλλαγές των σταυροειδών ναών είναι και οι περίστωοι. Το τετράγωνο των πεσσών και κιόνων που υποβαστάζει τον τρούλο, περιβάλλεται στις τρεις πλευρές του από χαμηλά κλίτη (στοές) σκεπασμένα με καμάρες ή σταυροθόλια, όπως στην Αγία Θεοδοσία και στο νότιο ναό της Πανάχραντου.
Καινούργια λάμψη παίρνει η θρησκευτική αρχιτεκτονική κατά την εποχή των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Ήδη από τις αρχές τού llου αιώνα παρεμβάλλεται μεταξύ της οικοδομής και του τρούλου, που είναι τώρα μικρότερος και ελαφρότερος, υψηλό πολυγωνικό τύμπανο με 12 ή 16 πλευρές που φωτίζεται από ισάριθμα παράθυρα. Οι γωνίες των πλευρών είναι διακοσμημένες με λεπτούς κιονίσκους που υποβαστάζουν τα τοξύλια των παραθύρων. 'Ετσι, o τρούλος φαίνεται ανάλαφρος και εξαίρεται επάνω από το κτίριο.
Ταυτόχρονα η εξωτερική όψη των ναών αλλάζει εμφάνιση. Οι αρχιτέκτονες της εποχής εκείνης οικοδομούν εναλλάσσοντας στρώματα από πελεκητές πέτρες και κόκκινα τούβλα, σχεδιάζουν επάνω στους τοίχους ποικίλα γεωμετρικά μοτίβα (κεραμοπλαστικός διάκοσμος), ή δημιουργούν με πλάγια τούβλα προεξοχές όπως τα δόντια του πριονιού. Ο τρόπος αυτός είναι γραφικός αλλά και πιο οικονομικός από την επένδυση μαρμάρων. Τον πολυέξοδο μωσαϊκό διάκοσμο αντικαθιστούν σε μεγάλο βαθμό τα φρέσκα, το αίθριο βαθμηδόν καταργείται - είναι μια πολυτέλεια που την επιτρέπουν πλούσιες εποχές - και τα υπερώα περιορίζονται επάνω από τον εσωνάρθηκα. Οι ναοί είναι τώρα χαριτωμένοι αλλά μικρότεροι. Εκτός από τον μεγάλο ναό στη μονή του Παντοκράτορα που έχει φάρδος 16 μέτρων, ο Παντεπόπτης έχει μόνον 11, το Μυρέλαιον 10 και ο ναός των Αγίων Θεοδώρων 9. Απ' αυτή την εποχή σώζεται η ορθομαρμάρωση του Ακατάληπτου Χριστού, οι αψίδες της Αγίας Θεοδοσίας και ο εξωτερικός και εσωτερικός διάκοσμος του Παρεκκλησίου της Παμμακάριστου.
Μετά το τέλος της κυριαρχίας των Λατίνων οι ναοί ανοικοδομούνται από τις καταστροφές και ανακαινίζονται. Η Θεοδώρα, μητέρα Ανδρόνικου Β' Κομνηνού (1282-1328), χτίζει τον νότιο ναό της Πανάχραντου και ο Μετοχίτης με καινούργια μωσαϊκή εικονογράφηση αλλάζει την εσωτερική όψη του καθολικού της μονής της Χώρας.
Για τον τρόπο της εσωτερικής διακοσμήσεως των ναών της Πόλης μπορούμε να αποκτήσουμε αρκετά σαφή ιδέαν από τα μνημεία που διασώθηκαν καθώς και από τις περιγραφές των χρονικογράφων.
Οι κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται από επένδυση μαρμάρων, πολλές φορές πολύχρωμων (ορθομαρμάρωση). Έσκιζαν την πλάκα του μαρμάρου και την άνοιγαν σαν βιβλίο, του οποίου οι δύο σελίδες είχαν τα ίδια «νερά». Έτσι, η συμμετρία του σχήματος παρίστανε, με τη βοήθεια της φαντασίας, αγγέλους, ζώα ή και άλλα αφηρημένα σχήματα.
Ακόμη και στο έδαφος του ναού υπήρχε στρώση μαρμάρων λευκών ή εγχρώμων. Ανάμεσα στους συνδυασμούς της πολυχρωμίας φιλοτεχνούσαν παραστάσεις μικρές μυθικών ζώων κ.α. (μαρμαροθετήματα) καμωμένες από μάρμαρον έγκοπτον (opus sectile).
Στις κοίλες επιφάνειες των τοίχων επάνω από την ορθομαρμάρωση υπήρχε μωσαϊκός διάκοσμος από τις γνωστές έγχρωμες και χρυσές ψηφίδες που τις τοποθετούσαν όχι τυχαία για να καλύψουν την επιφάνεια, παρά την μία πίσω από την άλλη σαν ένα σκουλήκι που κουλουριάζεται και απλώνεται (opus vermiculatum). Έτσι, τα ψηφιδωτά είχαν ιδιαίτερη τεχνική, η χαρακτηριστική τους εμφάνιση τα διαστέλλει από τη ζωγραφική με πινέλο. Φυσικά πολλές επιφάνειες καμπύλες αλλά και επίπεδες ήταν ιστορημένες με νωπογραφίες που τις δούλευαν επάνω στο επίχρισμα πριν ακόμη στεγνώσει (φρέσκα).
Ας σημειωθεί ακόμη και ο γλυπτικός διάκοσμος στο εσωτερικό του ναού, τα κιονόκρανα, οι θριγκοί, τα διαζώματα με τις δαντελωτές περιπλοκάδες της άκανθας, τα γέτσα, τα υπέρθυρα, τα θωράκια (παραπέτα)... καθώς και, σε πλούσιες εποχές η ακτινοβολία του επιχρυσωμένου χαλκού, ο άργυρος και η πολυχρωμία των ημιπολύτιμων λίθων.
Στο ερώτημα αν στην εξωτερική όψη των βυζαντινών ναών της Πόλης χρησιμοποιήθηκε επένδυση μαρμάρων, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Όπως είναι γνωστό, ο χριστιανικός ναός προσφέρει στη λατρεία το εσωτερικό του και αυτό κυρίως έπρεπε να είναι υποβλητικό, λαμπρό και περίτεχνο. Αντίθετα, το εξωτερικό της οικοδομής θα μπορούσε να είναι απλό και ουδέτερο. Σε κανέναν εξάλλου από τους διαφόρους τόπους ναών δεν υπάρχουν γύρω από το κτίριο αντερείσματα και προεξοχές, που κάνουν ανάγλυφη την όψη και δίνουν κίνηση στην οικοδομή (Choisy). Επομένως ο ναός στο βυζάντιο παρουσιάζει μεγάλες επιφάνειες τοίχων γυμνών με εξαιρετικά αυστηρή εμφάνιση. Αυτήν ακριβώς την αυστηρότητα έχει σκοπό να φαιδρύνει ο ποικίλος κεραμοπλαστικός διάκοσμος των τελευταίων αιώνων. Ωστόσο σε εποχές πλουσιότερες φαίνεται πως θα έπρεπε και στο εξωτερικό των εκκλησιών να είχανε χρησιμοποιηθεί μάρμαρα. Ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας, που είναι μια επανάληψη των Αγίων Αποστόλων, μάς δίνει το δικαίωμα να το υποθέσουμε.
Ναοί όπως η Νέα Εκκλησία, της οποίας οι στέγες ήτανε σκεπασμένες με πλάκες επιχρυσωμένου χαλκού και οι πέντε τρούλοι λαμποκοπούσαν από χρυσάφι και ξόμπλια που θύμιζαν «έναστρο σύμπαν»... και το έδαφος των εξωτερικών περιστυλίων της ήταν στρωμένο με πλάκες μαρμάρου τόσο έντεχνα προσαρμοσμένε ώστε να δίνουν την εντύπωση μονοκόμματου λίθου (Φώτιος), τέτοιες αυτοκρατορικές οικοδομές δεν ήτανε δυνατόν να αρκεσθούν στον έντεχνο μεν όμως πενιχρό διάκοσμο των πλίνθων. Ακόμη και στην εποχή των Κομνηνών, οι οικοδομές των βασιλέων, όπως η μονή του Παντοκράτορος και της Χώρας, ενισχύουν αυτή την άποψη αν λάβει κανείς υπόψιν την απουσία διάκοσμο στους εξωτερικούς τοίχους, τη θέση του οποίου κατελάμβανε πιθανόν ο πολυτελής και δαπανηρός διάκοσμος των μαρμάρων.
Η απουσία μαρμάρινης επένδυσης που παρατηρείται σήμερα στην εξωτερική επιφάνεια των τοίχων στους ναούς, μπορεί να εξηγηθεί με την συστηματική αφαίρεσή τους όπως άλλωστε έχει γίνει και για την ορθομαρμάρωση του εσωτερικού. Ας σημειωθεί ότι στη δυτική πλευρά της Αγίας Σοφίας σώζεται, προσαρμοσμένη ψηλά στον τοίχο, μαρμάρινη πλάκα, απομεινάρι ίσως παλαιάς επένδυσης.
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, τα αρχιτεκτονικά μέλη μιας οικοδομής έχουν κάποια ελαστικότητα και παραμορφώνονται από το ίδιο τους το βάρος. Το ύψος του τρούλου ελαττώνεται, η περιφέρειά του μεγαλώνει και οι κατακόρυφες δυνάμεις του βάρους αποκτούν συνισταμένες οριζόντιες που αποκλίνουν και διαχέονται προς όλες τις διευθύνσεις. Από την ανεπαίσθητη αυτή παραμόρφωση οι πεσσοί, επάνω στους οποίους είναι στηριγμένος ο τρούλος, ωθούνται προς τα έξω και τείνουν να απομακρυνθούν από τον κεντρικό κατακόρυφο άξονα.
Για να αποφύγουν οι αρχιτέκτονες την κατάρρευση της οικοδομής πρέπει να, εξισορροπήσουν τις ωθήσεις αυτές με άλλες δυνάμεις αντίθετες κατασκευάζοντας αντερείσματα.
Στη βυζαντινή κατασκευή σπάνια συναντάει κανείς αντερείσματα εξωτερικά, όλα τα, στηρίγματα βρίσκονται στο εσωτερικό του κτιρίου ή ενσωματώνονται στους διαχωριστικούς, απαραίτητους για το κτίριο τοίχους και οπτικώς απαλείφονται (Choisy). Ενώ στον δυτικό τρόπο δόμησης κάθε τμήμα είναι ανεξάρτητο και μεμονωμένα εξασφαλίζει την ισορροπία του, στην ελληνική Ανατολή τα μέλη της οικοδομής είναι οργανικοί αλληλένδετα. Οι θόλοι αλληλεξαρτώνται ώστε να, εξουδετερώνουν τις ωθήσεις που εξασκούν ο ένας επάνω στον άλλον (Ch. Diehl).
Οι βυζαντινοί αρχιτέκτονες ήτανε βαθύς γνώστες των κανόνων της μηχανικής. Η τέχνη τους είναι σοφή και εκλεπτυσμένη. Τα μνημεία τους αφήνουν μιαν εντύπωση γαλήνης και συγχρόνως δυναμικής ενότητας. Είναι η σαφήνεια και η διαύγεια του ελληνικού πνεύματος (Jean Ebersolt).
|
|
[Βυζαντινοί Ναοί στην Πόλη, Αθήνα 1986]
[Εκδοση του Συνδέσμου Αποφοίτων του Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου]
|
|
 |
|
|
|
|